φαλκίδευση

φαλκίδευση
η, Ν [φαλκιδεύω]
1. καταπάτηση δικαιώματος, περιορισμός απαίτησης
2. διαστρέβλωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαλκίδευση — η εσωτερικό αποδυνάμωμα ενός θεσμού με την έντεχνη αφαίρεση του ουσιαστικού περιεχομένου του χωρίς να θιγεί η εξωτερική μορφή: Η φαλκίδευση της μεταρρύθμισης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλκιδεύω — φαλκίδεψα, φαλκιδεύτηκα, φαλκιδεμένος, κάνω φαλκίδευση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”